- προειπεῖν
- προειπεῖν , προεῖπονforetellaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek
φθατέω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθάνω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ … Dictionary of Greek
ψατήσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «προειπεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φθάνω] … Dictionary of Greek